Τα αίτια του εκτροπίου είναι:
- Γενική χαλαρότητα των ιστών γύρω από τον οφθαλμό και των τενόντων στις έσω και έξω γωνίες των βλεφάρων
- Τραύμα κάτω βλεφάρου
- Δυσλειτουργία προσωπικού νεύρου (δευτερεύων εκτρόπιο)
Τα συμπτώματα της πάθησης είναι κυρίως:
- Η δακρύρροια, διότι το δακρυϊκό σημείο που παροχετεύει τα δάκρυα δεν είναι σε επαφή πια με τον οφθαλμό. Έτσι τα δάκρυα διαχέονται ελεύθερα προς το μάγουλο
- Ερεθισμός, ερυθρότητα και πόνος, καθώς τα βλέφαρα δε κλείνουν πλήρως, η ύγρανση και λίπανση της οφθαλμικής επιφάνειας δεν πραγματοποιείται ορθά και το αποτέλεσμα είναι επιπεφυκίτιδες, εκδορές επιπεφυκότα και ξηροφθαλμία.
Η διάγνωση του εκτροπίου πραγματοποιείται με βάση την κλινική εικόνα μακροσκοπικά ή με τη βιομικρόσκόπηση στη σχισμοειδή λυχνία. Πρέπει να πραγματοποιείται από εξειδικευμένους οφθαλμιάτρους, καθώς ο σχεδιασμός της αντιμετώπισης πραγματοποιείται με βάση την κλινική εικόνα και το μέγεθος της βλάβης του ασθενούς.
Η αντιμετώπιση του εκτροπίου πραγματοποιείται από ειδικούς χειρουργούς οφθαλμίατρους με υποειδικότητα στη χειρουργική των βλεφάρων. Οι επεμβάσεις που εφαρμόζονται διαρκούν περίπου 30 λεπτά έως 1 ώρα και πραγματοποιούνται με τοπική αναισθησία ή μέθη. Ανάλογα με το αίτιο που προκάλεσε το εκτρόπιο εφαρμόζονται διάφορες τεχνικές.
Η μετεγχειρητική αγωγή του ασθενούς μετά από επέμβαση αποκατάστασης εκτροπίου αποτελείται από μικτές αλοιφές αντιβιοτικού και κορτιζόνης και συνιστάται αποφυγή τριψίματος του οφθαλμού και επαφή του με νερό για 1 εβδομάδα. Οι επιπλοκές είναι πολύ σπάνιες. Οι πιο συχνές είναι το πρήξιμο και η εκχύμωση (μελάνιασμα) του βλεφάρου. Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί επανεπέμβαση λόγω μη πλήρους αποκατάστασης ή μερικής υποστροφής της πάθησης.