Οι αιτίες της πάθησης είναι:
- Αστάθεια των δομών του βλεφάρου που σχετίζονται με την ηλικία (εκφυλιστικό)
- Φλεγμονώδεις διαταραχές του επιπεφυκότα (π.χ. ουλώδες πεμφιγοειδές)
- Χημικά εγκαύματα
- Παλαιότερα τραύματα
- Συγγενές εντρόπιο
Το εντρόπιο έχει ως αποτέλεσμα:
- Εκδορές κερατοειδούς, που οδηγούν σε ερυθρότητα, αίσθηση ξένου σώματος και δακρύρροια
- Έλκη κερατοειδούς, τα οποία αν δεν αντιμετωπιστούν μπορούν να οδηγήσουν σε σοβαρές επιπλοκές και μείωση της όρασης
Η διάγνωση του εντροπίου πραγματοποιείται με βάση την κλινική εικόνα μακροσκοπικά ή με τη βιομικρόσκόπηση στη σχισμοειδή λυχνία. Πρέπει να πραγματοποιείται από εξειδικευμένους οφθαλμιάτρους, καθώς ο σχεδιασμός της αντιμετώπισης πραγματοποιείται με βάση την κλινική εικόνα και το μέγεθος της βλάβης του ασθενούς.
Στο εντρόπιο μπορούν συντηρητικά να μειωθούν τα ενοχλήματα με αφαίρεση βλεφαρίδων που τραυματίζουν τον κερατοειδή, καθώς έχουν φορά προς τα μέσα. Η χρήση τεχνητών δακρύων και οφθαλμικής δακρυϊκής γέλης ανακουφίζουν επίσης τον ασθενή.
Χειρουργικά υπάρχουν διάφορες μέθοδοι αντιμετώπισης της πάθησης , ανάλογα με το αίτιο που την προκαλεί με σκοπό την αναστροφή του βλεφάρου προς τα έξω, στην κανονική του θέση. Πραγματοποιούνται από χειρουργούς οφθαλμίατρους με εξειδίκευση στη χειρουργική των βλεφάρων.
Η μετεγχειρητική αγωγή του ασθενούς μετά από επέμβαση αποκατάστασης εντροπίου αποτελείται από μικτές αλοιφές αντιβιοτικού και κορτιζόνης και συνιστάται αποφυγή τριψίματος του οφθαλμού και επαφή του με νερό για 1 εβδομάδα. Οι επιπλοκές είναι πολύ σπάνιες. Οι πιο συχνές είναι το πρήξιμο και η εκχύμωση (μελάνιασμα) του βλεφάρου. Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί επανεπέμβαση λόγω μη πλήρους αποκατάστασης ή μερικής υποστροφής της πάθησης.